administristo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- administristo < administr- + -ist- + -o
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | administristo | administristoj |
αιτιατική | administriston | administristojn |
administristo (eo)
- ο διοικητής, ο διαχειριστής