adjuvant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | adjuvant | adjuvants |
θηλυκό | adjuvante | adjuvantes |
Επίθετο επεξεργασία
adjuvant (fr)
- (γενικότερα) βοηθητικός, πρόσθετος, βελτιωτικός, ενισχυτικός
- (ειδικότερα, φαρμακευτική) που αυξάνει, βελτιώνει τον αμυντικό μηχανισμό του οργανισμού·ανοσοδιεγερτικός, ανοσοενισχυτικός (συχνά ουσιαστικοποιημένο, στο ουδέτερο γένος)(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)