γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό adjuvant adjuvants
θηλυκό adjuvante adjuvantes

  Επίθετο

επεξεργασία

adjuvant (fr)

  1. (γενικότερα) βοηθητικός, πρόσθετος, βελτιωτικός, ενισχυτικός
  2. (ειδικότερα, φαρμακευτική) που αυξάνει, βελτιώνει τον αμυντικό μηχανισμό του οργανισμού·ανοσοδιεγερτικός, ανοσοενισχυτικός (συχνά ουσιαστικοποιημένο, στο ουδέτερο γένος)(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)