adjunkto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adjunkto | adjunktoj |
αιτιατική | adjunkton | adjunktojn |
adjunkto (eo)
- ο βοηθός, ο συνεργάτης
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adjunkto | adjunktoj |
αιτιατική | adjunkton | adjunktojn |
adjunkto (eo)