ενεστώτας adjourn
γ΄ ενικό ενεστώτα adjourns
αόριστος adjourned
παθητική μετοχή adjourned
ενεργητική μετοχή adjourning

adjourn (en) (επίσημο)

  • (μεταβατικό & αμετάβατο, συνήθως στην παθητική φωνή) αναβάλλω, διακόπτω μια συνάντηση ή μια επίσημη διαδικασία, ειδικά μια δίκη, για ένα χρονικό διάστημα
    ⮡  The trial was adjourned indefinitely.
    Η δίκη αναβλήθηκε επ' αόριστο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη delay