Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
adjournment adjournments

  Ετυμολογία επεξεργασία

adjournment < adjourn + -ment

  Ουσιαστικό επεξεργασία

adjournment (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, επίσημο)

  • η αναβολή του δικαστηρίου
    I request adjournment of the court.
    Αιτούμαι την αναβολή του δικαστηρίου.

  Πηγές επεξεργασία