ενικός         πληθυντικός  
adjournment adjournments

  Ετυμολογία

επεξεργασία
adjournment < adjourn + -ment

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

adjournment (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, επίσημο)

  • η αναβολή του δικαστηρίου
    ⮡  I request adjournment of the court.
    Αιτούμαι την αναβολή του δικαστηρίου.