adeno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adeno | adenoj |
αιτιατική | adenon | adenojn |
adeno (eo)
- ο αδένας
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adeno | adenoj |
αιτιατική | adenon | adenojn |
adeno (eo)