Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ad hoc < (άμεσο δάνειο) λατινική ad hoc [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ad ˈxok/

  Έκφραση επεξεργασία

ad hoc

  • λατινικά: ad hoc, που έχει δημιουργηθεί για συγκεκριμένο σκοπό
    είναι μια λύση που δόθηκε ad hoc και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για άλλες καταστάσεις

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

  Πηγές επεξεργασία

  • ad hocΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ad hoc < (άμεσο δάνειο) λατινική ad hoc

  Επίθετο επεξεργασία

ad hoc (en)

  • λατινικά: ad hoc, που έχει δημιουργηθεί για συγκεκριμένο σκοπό

  Επίρρημα επεξεργασία

ad hoc (en)

  • λατινικά: ad hoc, γι' αυτόν τον σκοπό



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ad hoc < (άμεσο δάνειο) λατινική ad hoc

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.d‿ɔk/
ομόηχο: haddock

  Έκφραση επεξεργασία

ad hoc (fr)



Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ad hoc < → δείτε τη λέξη  πρόθεση ad & hoc, αιτιατική ουδετέρου της αντωνυμίας hic (εκείνος)

  Έκφραση επεξεργασία

ad hoc (la)