Ετυμολογία

επεξεργασία

ad hoc

  • λατινικά: ad hoc, που έχει δημιουργηθεί για συγκεκριμένο σκοπό
      είναι μια λύση που δόθηκε ad hoc και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για άλλες καταστάσεις

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  • ad hoc - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Ετυμολογία

επεξεργασία

ad hoc (en)

  • λατινικά: ad hoc, που έχει δημιουργηθεί για συγκεκριμένο σκοπό

Επίρρημα

επεξεργασία

ad hoc (en)

  • λατινικά: ad hoc, γι' αυτόν τον σκοπό



Ετυμολογία

επεξεργασία

ad hoc (fr)



Ετυμολογία

επεξεργασία
ad hoc <  δείτε τη λέξη  πρόθεση ad & hoc, αιτιατική ουδετέρου της αντωνυμίας hic (εκείνος)

ad hoc (la)