ad hoc
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ad hoc < (άμεσο δάνειο) λατινική ad hoc [1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΈκφρασηΕπεξεργασία
ad hoc
- λατινικά: ad hoc, που έχει δημιουργηθεί για συγκεκριμένο σκοπό
- ↪ είναι μια λύση που δόθηκε ad hoc και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για άλλες καταστάσεις
Επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ad hoc < (άμεσο δάνειο) λατινική ad hoc
ΕπίθετοΠροειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «adhoc» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «a».Επεξεργασία
ad hoc (en)
- λατινικά: ad hoc, που έχει δημιουργηθεί για συγκεκριμένο σκοπό
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
ad hoc (en)
- λατινικά: ad hoc, γι' αυτόν τον σκοπό
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ad hoc < (άμεσο δάνειο) λατινική ad hoc
ΠροφοράΕπεξεργασία
Επιθετική έκφρασηΕπεξεργασία
ad hoc (fr)
- επί τούτω, γι' αυτόν τον σκοπό
Λατινικά (la)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΈκφρασηΕπεξεργασία
ad hoc (la)
- γι' αυτόν τον συγκεκριμένο σκοπό, επί τούτω