acidorezista
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- acidorezista < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | acidorezista | acidorezistaj |
αιτιατική | acidorezistan | acidorezistajn |
acidorezista (eo)
- ανθεκτικός στα οξέα