aĉulo
(Ανακατεύθυνση από achulo)
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĉulo | aĉuloj |
αιτιατική | aĉulon | aĉulojn |
aĉulo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĉulo | aĉuloj |
αιτιατική | aĉulon | aĉulojn |
aĉulo (eo)