ενικός         πληθυντικός  
accrochage accrochages

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

accrochage (fr) αρσενικό

  1. η αψιμαχία, ο καβγάς, η εχθροπραξία
  2. ο σύνδεσμος, ο δεσμός
  3. το οτοστόπ
  4. το κρέμασμα