accoupler
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
accoupler (fr)
- (μεταβατικό) ζευγαρώνω, συνδυάζω, συσχετίζω, σμίγω
- (pronominal: αντωνυμικό) (λέγεται για ζώα) συνουσιάζομαι
accoupler (fr)