ενικός         πληθυντικός  
accostage accostages

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

accostage (fr) αρσενικό

  1. το πλεύρισμα
  2. η προσέγγιση δύο αστροσκαφών
  3. (οικείο) το πλησίασμα κάποιου