Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
accaparer
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ρήμα
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
accaparer
<
→
λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
a.ka.pa.ʁe
/
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ρήμα
επεξεργασία
accaparer
(fr)
(
μεταβατικό
)
(
οικονομία
)
αγοράζω
ή
συγκρατώ
αξία ή εμπόρευμα με σκοπό να το καταστήσω σπάνιο και έτσι να ανεβάσω την
τιμή
του
(
οικείο
)
ιδιοποιούμαι