Ετυμολογία

επεξεργασία
accaparer < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ka.pa.ʁe/
 

accaparer (fr) (μεταβατικό)

  1. (οικονομία) αγοράζω ή συγκρατώ αξία ή εμπόρευμα με σκοπό να το καταστήσω σπάνιο και έτσι να ανεβάσω την τιμή του
  2. (οικείο) ιδιοποιούμαι