absoluta
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | absoluta | absolutaj |
αιτιατική | absolutan | absolutajn |
absoluta (eo)
- απόλυτος
- sia partio havas absolutan plimulton en parlamento
- το κόμμα του έχει την απόλυτη πλειοψηφία στη βουλή
- sia partio havas absolutan plimulton en parlamento