absciso
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | absciso | abscisoj |
αιτιατική | abscison | abscisojn |
absciso (eo)
- (μαθηματικά) η τετμημένη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | absciso | abscisoj |
αιτιατική | abscison | abscisojn |
absciso (eo)