abrikota
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abrikota | abrikotaj |
αιτιατική | abrikotan | abrikotajn |
abrikota (eo)
- σχετικός με το βερίκοκο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abrikota | abrikotaj |
αιτιατική | abrikotan | abrikotajn |
abrikota (eo)