abortitaĵo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- abortitaĵo < aborti
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abortitaĵo | abortitaĵoj |
αιτιατική | abortitaĵon | abortitaĵojn |
abortitaĵo (eo)
- το έκτρωμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abortitaĵo | abortitaĵoj |
αιτιατική | abortitaĵon | abortitaĵojn |
abortitaĵo (eo)