abortigilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abortigilo | abortigiloj |
αιτιατική | abortigilon | abortigilojn |
abortigilo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abortigilo | abortigiloj |
αιτιατική | abortigilon | abortigilojn |
abortigilo (eo)