abiturienteco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abiturienteco | abiturientecoj |
αιτιατική | abiturientecon | abiturientecojn |
abiturienteco (eo)
- το απολυτήριο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abiturienteco | abiturientecoj |
αιτιατική | abiturientecon | abiturientecojn |
abiturienteco (eo)