abiejo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abiejo | abiejoj |
αιτιατική | abiejon | abiejojn |
abiejo (eo)
- το ελατόδασος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abiejo | abiejoj |
αιτιατική | abiejon | abiejojn |
abiejo (eo)