abiaro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abiaro | abiaroj |
αιτιατική | abiaron | abiarojn |
abiaro (eo)
- το ελατόδασος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abiaro | abiaroj |
αιτιατική | abiaron | abiarojn |
abiaro (eo)