aberacio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aberacio | aberacioj |
αιτιατική | aberacion | aberaciojn |
aberacio (eo)
- η εκτροπή
- ο παραλογισμός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aberacio | aberacioj |
αιτιατική | aberacion | aberaciojn |
aberacio (eo)