abeleto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abeleto | abeletoj |
αιτιατική | abeleton | abeletojn |
abeleto (eo)
- μικρή μέλισσα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abeleto | abeletoj |
αιτιατική | abeleton | abeletojn |
abeleto (eo)