abateja
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abateja | abatejaj |
αιτιατική | abatejan | abatejajn |
abateja (eo)
- σχετικός με το αβαείο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abateja | abatejaj |
αιτιατική | abatejan | abatejajn |
abateja (eo)