abang
Ινδονησιακά (id)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαabang (id) (πληθυντικός: abang-abang)
- μεγαλύτερος αδελφός
- προσφώνηση του συζύγου
Παράγωγα
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαabang (id)
Ιαβαϊκά (jv)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαabang (jv)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαabang (jv)
Άλλες γραφές
επεξεργασία- ιαβαϊκό αλβάφητο: ꦲꦧꦁ
Μαλαϊκά (ms)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαabang (id)
- μεγαλύτερος αδελφός
- προσφώνηση προς αδελφό που είναι λίγο μεγαλύτερος στην ηλικία, ενίοτε και προς μεγαλύτερο γιο
- προσφώνηση του συζύγου από τη σύζυγο