aĥajano
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- aĥajano < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĥajano | aĥajanoj |
αιτιατική | aĥajanon | aĥajanojn |
aĥajano (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĥajano | aĥajanoj |
αιτιατική | aĥajanon | aĥajanojn |
aĥajano (eo)