aĝio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĝio | aĝioj |
αιτιατική | aĝion | aĝiojn |
aĝio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĝio | aĝioj |
αιτιατική | aĝion | aĝiojn |
aĝio (eo)