Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό aéroréfrigérant aéroréfrigérants
θηλυκό aéroréfrigérante aéroréfrigérantes

aéroréfrigérant (fr)

  1. αερόψυκτος


  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
aéroréfrigérant aéroréfrigérants

aéroréfrigérant (fr) αρσενικό

  1. πύργος θερμικού εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος