aéroréfrigérant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | aéroréfrigérant | aéroréfrigérants |
θηλυκό | aéroréfrigérante | aéroréfrigérantes |
aéroréfrigérant (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
aéroréfrigérant | aéroréfrigérants |
aéroréfrigérant (fr) αρσενικό
- πύργος θερμικού εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος