Τουρκικά (tr)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

TC < Türkiye Cumhuriyeti

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /tɛːˈd͡ʒɛː/

  ΣυντομομορφήΕπεξεργασία

TC (tr) αρκτικόλεξο

  1. (πολιτική) Türkiye Cumhuriyeti, Δημοκρατία της Τουρκίας
  2. (κατʼ επέκταση, προφορικό) αριθμός ταυτότητας
    TC'nizi söyler misiniz? — Παρακαλείσθε να πείτε τον αριθμό ταυτότητάς σας;
     συνώνυμα: kimlik numarası, TC kimlik numarası, TC kimlik no