Czech
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
Czech | Czechs |
Επίθετο
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Czech (en)
- (εθνικό όνομα) ο Τσέχος, η Τσέχα
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Πολωνικά (pl)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Czech (pl) αρσενικό (θηλυκό Czeszka)
- (εθνικό όνομα) ο Τσέχος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Czechy