Autrichien
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Autrichien < Autriche
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | Autrichien | Autrichiens |
θηλυκό | Autrichienne | Autrichiennes |
Autrichien (fr) αρσενικό
- (εθνικό όνομα) ο Αυστριακός, ο πολίτης της Αυστρίας