Autrichien
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Autrichien < Autriche
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | Autrichien | Autrichiens |
θηλυκό | Autrichienne | Autrichiennes |
Autrichien (fr) αρσενικό
- Lua error in Module:labels at line 89: attempt to index field '?' (a nil value). ο Αυστριακός, ο πολίτης της Αυστρίας