Δείτε επίσης: am

  Ετυμολογία

επεξεργασία
AM < Armenia

  Σύμβολο

επεξεργασία

AM



AM < Amplitude Modulation

  Συντομομορφή

επεξεργασία

AM (en) αρκτικόλεξο

  1. (τεχνολογία) διαμόρφωση πλάτους: μέθοδος αποστολής πληροφοριών τροποποιώντας (διαμορφώνοντας) την ένταση (πλάτος) ενός φέροντος κύματος
  2. άλλη μορφή του a.m.

Δείτε επίσης

επεξεργασία