-nôme
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθημα
επεξεργασία
- δεύτερο συνθετικό -ώνυμο που δηλώνει τη σημασία όρος, όπως ορίζεται από το πρώτο συνθετικό, σε όρους των μαθηματικών
Σύνθετα
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ με τη σημασία «νόμος» στο διώνυμο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ binôme - ετυμολογία - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé