-μισι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- -μισι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή -μισυ < ἥμισυ[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -μι‐σι
Επίθημα
επεξεργασία-μισι
- β′ συνθετικό απόλυτων αριθμητικών έως το είκοσι για τη δήλωση μισής μονάδας επιπλέον
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ "-μισι" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- -μισι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)