-ήμισι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- -ήμισι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή -ήμισυ < ἥμισυ[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈi.mi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ή‐μι‐σι
Επίθημα
επεξεργασία-ήμισι
- άλλη μορφή του -μισι
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ "-μισι" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- -μισι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)