Δείτε επίσης: -κολος, κόλος, κώλος

  Ετυμολογία

επεξεργασία
-κόλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kwlel (περιφέρομαι, ασχολούμαι, φροντίζω)

  Κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών

επεξεργασία

-κόλος (& -κολος)