Δείτε επίσης: -κολος, κόλος, κώλος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

-κόλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kwlel (περιφέρομαι, ασχολούμαι, φροντίζω)

  Κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών επεξεργασία

-κόλος (& -κολος)