-ίρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- -ίρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική -ir(e) + -ω[1]
Επίθημα
επεξεργασία-ίρω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ "-ίρω" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- -ίρω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)