カメレオン
Ιαπωνικά (ja)
επεξεργασίαΕτυμολογία ja
επεξεργασία- カメレオン < (άμεσο δάνειο) αγγλική chameleon < λατινική chameleon < αρχαία ελληνική χαμαιλέων < χαμαί (επί του εδάφους) + λέων (λιοντάρι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαカメレオン (ja) (rōmaji: kamereon)
カメレオン (ja) (rōmaji: kamereon)