Δείτε επίσης: ολιγοήμερος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ὀλιγοήμερος τὸ ὀλιγοήμερον οἱ, αἱ ὀλιγοήμεροι τὰ ὀλιγοήμερα
Γενική τοῦ, τῆς ὀλιγοημέρου τοῦ ὀλιγοημέρου τῶν ὀλιγοημέρων τῶν ὀλιγοημέρων
Δοτική τῷ, τῇ ὀλιγοημέρῳ τῷ ὀλιγοημέρῳ τοῖς, ταῖς ὀλιγοημέροις τοῖς ὀλιγοημέροις
Αιτιατική τὸν, τὴν ὀλιγοήμερον τὸ ὀλιγοήμερον τοὺς, τὰς ὀλιγοημέρους τὰ ὀλιγοήμερα
Κλητική ὀλιγοήμερε ὀλιγοήμερον ὀλιγοήμεροι ὀλιγοήμερα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ὀλιγοημέρω
Γενική-Δοτική ὀλιγοημέροιν

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὀλιγοήμερος < ὀλίγος + -ο- + ἡμέρα

  Επίθετο επεξεργασία

ὀλιγοήμερος

  1. (ελληνιστική κοινή) ολιγοήμερος
  2. (ελληνιστική κοινή) που ζει ή πρόκειται να ζήσει λίγες μέρες ή σύντομο χρονικό διάστημα

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία