ὀλιγοήμερος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ὀλιγοήμερος | τὸ ὀλιγοήμερον | οἱ, αἱ ὀλιγοήμεροι | τὰ ὀλιγοήμερα |
Γενική | τοῦ, τῆς ὀλιγοημέρου | τοῦ ὀλιγοημέρου | τῶν ὀλιγοημέρων | τῶν ὀλιγοημέρων |
Δοτική | τῷ, τῇ ὀλιγοημέρῳ | τῷ ὀλιγοημέρῳ | τοῖς, ταῖς ὀλιγοημέροις | τοῖς ὀλιγοημέροις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ὀλιγοήμερον | τὸ ὀλιγοήμερον | τοὺς, τὰς ὀλιγοημέρους | τὰ ὀλιγοήμερα |
Κλητική | ὀλιγοήμερε | ὀλιγοήμερον | ὀλιγοήμεροι | ὀλιγοήμερα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ὀλιγοημέρω | |||
Γενική-Δοτική | ὀλιγοημέροιν |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ὀλιγοήμερος
- (ελληνιστική κοινή) ολιγοήμερος
- (ελληνιστική κοινή) που ζει ή πρόκειται να ζήσει λίγες μέρες ή σύντομο χρονικό διάστημα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ὀλιγοήμερος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.