Δείτε επίσης: ίνδικτος

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἴνδικτος < (άμεσο δάνειο) λατινική indictus (καθορισμένος, προφορά /inˈdik.tus/) με μετακίνηση τόνου[1] < indico < dico

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἴνδικτος θηλυκό

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία