ἰθυδίκης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἰθυδίκης
- που κρίνει δίκαια
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 230 (230-231)
- οὐδέ ποτ᾽ ἰθυδίκῃσι μετ᾽ ἀνδράσι λιμὸς ὀπηδεῖ | οὐδ᾽ ἄτη, θαλίῃς δὲ μεμηλότα ἔργα νέμονται.
- Ούτε ο λοιμός σ᾽ ανθρώπους έρχεται που δίκαια κρίνουν | ούτ᾽ η καταστροφή, μα νέμονται στις ευωχίες τούς καρπούς απ᾽ τα χωράφια που φροντίζουν.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- οὐδέ ποτ᾽ ἰθυδίκῃσι μετ᾽ ἀνδράσι λιμὸς ὀπηδεῖ | οὐδ᾽ ἄτη, θαλίῃς δὲ μεμηλότα ἔργα νέμονται.
- ※ Χριστιανική τιμητική επιγραφή για τον Fl(avius) Palmatos hypa(tikos) από τον Fl(avius) Atheneos, σε βάση αγάλματος, η οποία βρέθηκε στην Αφροδισιάδα στην Καρία της Μικράς Ασίας. Aphrodisias 670 @epigraphy.packhum.org
- μνήμονες οἱ Κᾶρες πολλέων εὐεργεσιάων
vacat Παλμᾶτον ἰθυδίκην τόσσον ἀγασσάμενοι.
- μνήμονες οἱ Κᾶρες πολλέων εὐεργεσιάων
- ≈ συνώνυμα: εὐθύδικος, ἰθύδικος, εὐθυδίκης
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 230 (230-231)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἰθυδίκης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἰθυδίκης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.