Ἡγησι-
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ἡγησι-: πρώτο συνθετικό κυρίων ονόματων < θέμα ἡγησ- (όπως στον αόριστο ἡγησάμην του ρήματος ἡγέομαι) + -ι-(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) [1] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Πρόθημα
επεξεργασίαἩγησι-
- πρώτο συνθετικό κυρίων ονόματων
- ανδρικών
- γυναικείων
Σύνθετα
επεξεργασίαμορφές και σύνθετα
- Ἡγησι-
- Ἡγησί-
- Ἡγησ-
- Ἡγήσ-
- Λέξεις Ἡγησι- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «Ηγησώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)