Η στήλη της Ἡγησοῦς, που κάθεται κρατώντας στο χέρι της ένα κόσμημα.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἡγησώ < (ἡγέομαι) Ἡγησ- [1] +

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ἡγησώ θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «Ηγησώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)