Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἡγησιπύλη < (ἡγέομαι) Ἡγησι- + -πύλη (πύλη)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἡγησιπύλη θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία