Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἡγήσανδρος < (ἡγέομαι) Ἡγήσ- + -ανδρος (ἀνήρ, ἀνδρός)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἡγήσανδρος αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία