Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἦδος, -εος ουδέτερο

  1. ευχαρίστηση, ηδονή, απόλαυση
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 18 (σ. Ὀδυσσέως καὶ Ἴρου πυγμή.), στίχ. 404 (στίχοι 403-404)
    οὐδέ τι δαιτὸς | ἐσθλῆς ἔσσεται ἦδος, ἐπεὶ τὰ χερείονα νικᾷ.»
    χάλασε κι η απόλαυση | από το πλούσιο δείπνο μας, αφού μας βρήκαν τα χειρότερα.»
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  3ος πκε αιώνας Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 3.314, @scaife.perseus
    ἀλλὰ τί μύθων ἦδος; ἃ δʼ ἐν ποσὶν ὗμιν ὄρωρεν,
  2. ξίδι

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία