Ετυμολογία

επεξεργασία
ἑσπερίζω < λείπει η ετυμολογία

ἑσπερίζω

  1. δειπνώ ή περνώ το βράδυ με κάποιον
    ※  6ος αιώνας Αββάς Δωρόθεος, Διδασκαλίαι ψυχωφελείς διάφοροι, Διδασκαλία XI, , Patrologiae Cursus Completus, Series Graeca, Τόμος 88, σελ. 1741, @books.google.gr
    Ἤρχοντο οὖν ξένοι καὶ ἑσπέριζον μετ' αὐτῶν,
  2. κάνω την εσπερινή μου προσευχή

Συγγενικά

επεξεργασία

Ρηματικοί τύποι

επεξεργασία