ἑσπερίζω
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἑσπερίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαἑσπερίζω
- δειπνώ ή περνώ το βράδυ με κάποιον
- ※ 6ος αιώνας Αββάς Δωρόθεος, Διδασκαλίαι ψυχωφελείς διάφοροι, Διδασκαλία XI, ⌘, Patrologiae Cursus Completus, Series Graeca, Τόμος 88, σελ. 1741, @books.google.gr
- Ἤρχοντο οὖν ξένοι καὶ ἑσπέριζον μετ' αὐτῶν,
- ※ 6ος αιώνας Αββάς Δωρόθεος, Διδασκαλίαι ψυχωφελείς διάφοροι, Διδασκαλία XI, ⌘, Patrologiae Cursus Completus, Series Graeca, Τόμος 88, σελ. 1741, @books.google.gr
- κάνω την εσπερινή μου προσευχή
Συγγενικά
επεξεργασίαΡηματικοί τύποι
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἑσπερίζω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ἑσπερίζω σελ.2984 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)