ἐρυσίπτολις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐρυσίπτολις < ἐρυσί- + -πτολις. Μορφολογικά αναλύεται σε ἐρύω (προστατεύω, προφυλάσσω, φροντίζω κάποιον) + πτόλις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐρυσίπτολις, -ιος αρσενικό ή θηλυκό
- προστάτης της πόλης, πολιούχος
- επωνυμία της Αθηνάς
- ※ 8ος/7oς πκε αιώνας ⌘Hymni Homerici Ομηρικοί Ύμνοι/XI. Εἰς Ἀθηνᾶν, στίχ. 1 (στίχοι 1-2) @scaife.perseus
- Παλλάδ’ Ἀθηναίην ἐρυσίπτολιν ἄρχομ’ ἀείδειν | δεινήν,
- Την πολιούχο Αθηνά Παλλάδα αρχίζω να εξυμνώ | την τρομερή,
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- Παλλάδ’ Ἀθηναίην ἐρυσίπτολιν ἄρχομ’ ἀείδειν | δεινήν,
- ※ 8ος/7oς πκε αιώνας ⌘Hymni Homerici Ομηρικοί Ύμνοι/XI. Εἰς Ἀθηνᾶν, στίχ. 1 (στίχοι 1-2) @scaife.perseus
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐρυσίπτολις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐρυσίπτολις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.