Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐπιχορηγέω < ἐπί + αρχαία ελληνική χορηγέω / χορηγῶ < χορός + ἄγω

ἐπιχορηγέω (παθητική φωνή: ἐπιχορηγέομαι / ἐπιχορηγοῦμαι)

Άλλες μορφές

επεξεργασία