Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπιτάττω < ἐπί + τάττω

  Ρήμα επεξεργασία

ἐπιτάττω αττικός τύπος του ἐπιτάσσω

  1. τοποθετώ πάνω σε (ή δίπλα σε ή πίσω από) κάτι ή κάποιον
  2. θέτω σε εφεδρεία
  3. ορίζω επιτηρητή ή αρχηγό
  4. διατάζω, προστάζω